ἑνώσεις

ἑνώσεις
ἕνωσις
combination into one
fem nom/voc pl (attic epic)
ἕνωσις
combination into one
fem nom/acc pl (attic)
ἑνόω
make one
aor subj act 2nd sg (epic)
ἑνόω
make one
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • αλεικυκλικές ενώσεις — Χημ. όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τρία ή περισσότερα άτομα άνθρακα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν κλειστό δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. alicyclic compounds < alicyclic <… …   Dictionary of Greek

  • διαζωνιακές ενώσεις — Οργανικές ενώσεις που έχουν μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον και χαρακτηρίζονται από την παρουσία δύο ατόμων αζώτου στο μόριό τους, ενωμένων μεταξύ τους με διπλό δεσμό. Αντιστοιχούν στον γενικό τύπο ΧΝ2R, όπου Χ και R παριστάνουν δύο ομάδες που μπορούν …   Dictionary of Greek

  • αλειφατικές ενώσεις — ή άκυκλες ή λιπαρές, οι Χημ. όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν ανοιχτή αλυσίδα και όχι κλειστό δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aliphatic compounds …   Dictionary of Greek

  • αζω-ενώσεις — οι Χημ. οργανικές ενώσεις, στις οποίες η αζωομάδα ( Ν=Ν ) αποτελεί μέρος της μοριακής τους δομής …   Dictionary of Greek

  • άκυκλες ή αλειφατικές ή λιπαρές ενώσεις — Οργανικές χημικές ενώσεις που στο μόριό τους δεν υπάρχουν κλειστές αλυσίδες ατόμων άνθρακα (π.χ. μεθάνιο CH4, αιθάνιο CH3 CH3, βουτάνιο CH3–CH2–CH2–CH3 κλπ.) …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτες ενώσεις και εταιρείες — Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι Έλληνες μπορούν να συνεταιρίζονται ελεύθερα χωρίς προηγούμενη κυβερνητική άδεια, αρκεί να εφαρμόζουν τους νόμους του κράτους. Οι σκοποί όμως των ενώσεων αυτών, μολονότι αυτό δεν προβλέπεται ρητά, πρέπει να μην έρχονται… …   Dictionary of Greek

  • ακυλικές ενώσεις — Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες… …   Dictionary of Greek

  • μακρομόρια ή μεγαλομοριακές ενώσεις — Μόρια τα οποία αποτελούνται από πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, που ποικίλλει από μερικά εκατομμύρια έως ένα δισεκατομμύριο· οι διαστάσεις των μ. είναι σημαντικά μεγαλύτερες από εκείνες των συνηθισμένων μορίων και το γεγονός αυτό δικαιολογεί την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”